Έρευνες, Εκθέσεις, Μελέτες

Πανδημία: Mεγαλύτερη ύφεση από την κρίση το 2009 αλλά μικρότερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας

Κοινοποιήστε

Σχολιάστε

Διαβάζεται σε 2 λεπτά

Πανδημία: Mεγαλύτερη ύφεση από την κρίση το 2009 αλλά μικρότερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας
epixeiro

28/01/2021 | 18:31

epixeiro

08/08/2025 | 05:33

Η ύφεση που προκάλεσε η πανδημία είναι μεγαλύτερη από αυτή που προκάλεσε η παγκόσμια κρίση το 2009 αλλά με μικρότερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας σημειώνεται σε μελέτη του τμήματος ανάλυσης της Μελέτη της Eurobank Research.

H πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, συνοδευόμενη από τα περιοριστικά μέτρα που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις, είχε ως αποτέλεσμα την απότομη και βαθιά συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας για το σύνολο των κρατών της Ευρώπης. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η ύφεση στην Ευρωζώνη το 2020 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στο -7,2%. Το ίδιο μέγεθος, βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτιμάται στο -7,8% και -7,4% για την ΕΕ-27.

Η τελευταία φορά που ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης για το σύνολο των χωρών της Ευρώπης – με εξαίρεση την Πολωνία – ήταν έντονα αρνητικός, ήταν το 2009. Η αντίστοιχη “πανδημία” εκείνου του επεισοδίου ήταν χρηματοπιστωτική. Ξεκίνησε με την κατάρρευση της αγοράς των subrimes στις ΗΠΑ.

Παρά την ύφεση μειώθηκε η ανεργία στην Ελλάδα το 2020

H τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση για το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι αυτή του Οκτωβρίου 2020 με 16,7%. Παρατηρούμε τα εξής δύο στοιχεία:

  • 1ον η ύφεση στην ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη το 2020 προβλέπεται να είναι βαθύτερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη το 2009 (-7,4% vs -4,3% για την ΕΕ-27) και
  • 2ον παρά την προβλεπόμενη μεγαλύτερη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στην ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη το 2020 αποδεικνύεται χαμηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη το 2009. Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πολωνία καταγράφεται μείωση αντί για αύξηση του ποσοστού ανεργίας.

Οι αναστολές συμβάσεων περιόρισαν την ανεργία

Τα προαναφερθέντα φαινομενικά παράδοξα αποτελέσματα ερμηνεύονται σε έναν βαθμό, 1ον από την εφαρμογή υποστηρικτικών μέτρων για την απασχόληση όπως οι αναστολές συμβάσεων εργασίας (τα εν λόγω μέτρα μειώνουν τα κόστη επαναπρόσληψης και συγκρατούν σε έναν βαθμό τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος) και 2ον από το γεγονός ότι ένα ποσοστό των ανέργων εξαιτίας των φυσικών περιορισμών της πανδημίας μεταπήδησε στον μη ενεργό πληθυσμό. Με αυτόν τον τρόπο, παρά τη βαθιά ύφεση, συγκρατήθηκε, προς το παρόν τουλάχιστον, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας.

Σε όρους χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, η ύφεση το 2020 αποτυπώνεται στα στοιχεία των συνολικών ωρών εργασίας. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, ο μέσος όρος (ανά τρίμηνο) των συνολικών ωρών εργασίας μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -12,4% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020. Από την άλλη πλευρά, η μέση μείωση των απασχολούμενων ατόμων διαμορφώθηκε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα

Mειώθηκαν οι ώρες εργασίες

H μείωση των συνολικών ωρών εργασίας αποτυπώνεται κυρίως στη συρρίκνωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος ανά τρίμηνο διαμορφώθηκε στις 523,9 ώρες από 593,7 το αντίστοιχο διάστημα του 2019 . Το εν λόγω αποτέλεσμα προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας δεν συνεισέφεραν στις συνολικές ώρες εργασίας.

Αποδεικνύεται ότι η μεταβολή των συνολικών ωρών εργασίας (μαζί με την παραγωγικότητα της εργασίας προσδιορίζουν τον ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας) δεν εξαρτάται μόνο από την πορεία του ποσοστού ανεργίας αλλά και από την πορεία του εργατικού δυναμικού και των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο. Επιπρόσθετα, σε όρους μακροχρόνιας περιόδου, δείχνει ότι σε καθεστώς ισόρροπης ανάπτυξης (balanced growth path), η μόνη πηγή αύξησης των συνολικών ωρών εργασίας είναι η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα (και άλλες χώρες) επηρεάζει αρνητικά το εργατικό δυναμικό, τις συνολικές ώρες εργασίας και ως εκ τούτου το σύνολο της παραγωγής της οικονομίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, έτσι ώστε μακροχρόνια να αντισταθμιστεί το προαναφερθέν αρνητικό αποτέλεσμα.