NEWSFLASH...
Ειδήσεις | Έρευνες, Εκθέσεις, Μελέτες
ανάγνωση

Alpha Bank: Γεωπολιτική, τιμές φυσικού αερίου και ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη

Alpha Bank: Γεωπολιτική, τιμές φυσικού αερίου και ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη

Η ολόπλευρη ρωσική επιχείρηση εισβολής στην επικράτεια της Ουκρανίας δύναται να μετατρέψει την κρίση φυσικού αερίου σε μια μονιμότερη πληθωριστική πίεση στις πρώτες ύλες και τα βασικά αγαθά, επαναφέροντας τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού (stagflation) πάνω από την Ευρώπη αναφέρει μεταξύ άλλων στο εβδομαδιαίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων η Alpha Bank.

Οι ορίζουσες της έντασης του νέου shock στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι πρώτον, η διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, δεύτερον η μορφή και η ευστάθεια του νέου status quo που θα προκύψει, τρίτον η κλιμάκωση των κυρώσεων έναντι της ρωσικής οικονομίας, και τέλος, η επίπτωση των κρατικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών -για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης- επί της δημοσιονομικής τους ισορροπίας, η οποία ήδη, προσωρινώς, διαταράχθηκε τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της πανδημίας.

Οι περιορισμοί που τέθηκαν στις μετακινήσεις και στην παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα, το 2020, είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της ταξιδιωτικής κίνησης και τη μεγάλη μείωση της ζήτησης για ορυκτά καύσιμα και κατά συνέπεια των τιμών τους. Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε από τα μέσα περίπου του 2020, οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για όλα τα καύσιμα, παρά το άκρως ευμετάβλητο περιβάλλον που προκάλεσαν τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας Covid-19. Η ζήτηση για το φυσικό αέριο αναμένεται να είναι υψηλή, καθώς η καύση του έχει λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον σε σύγκριση με άλλα καύσιμα, όπως το πετρέλαιο, γεγονός που το καθιστά ως το ενδιάμεσο καύσιμο στη διαδικασία μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η καταγραφείσα άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου δεν είχε την ίδια ένταση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.

Η τιμή του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ ανέκαμψε σημαντικά από τα χαμηλά επίπεδα που καταγράφηκαν κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Ωστόσο, η τιμή παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το 2005 και το 2008. Αντίθετα, στην Ευρώπη, οι τιμές του φυσικού αερίου ανήλθαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου, η τιμή του συμβολαίου φυσικού αερίου TTF της Ολλανδίας, η οποία είναι η τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, διαμορφωνόταν περίπου στα 114,5 ευρώ η μεγαβατώρα. Σημειώνεται ότι, από το 2007 μέχρι την πρόσφατη άνοδο, η τιμή δεν είχε υπερβεί τα 35,3 ευρώ η μεγαβατώρα (στις 3.10.2008), ενώ, στις 21 Δεκεμβρίου του 2021, η τιμή ξεπέρασε τα 180 ευρώ η μεγαβατώρα. Πού αποδίδεται, συνεπώς, αυτή η τόσο μεγάλη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη;

Μεταβολή Αποθεμάτων και Βαθμός εξάρτησης από την Ρωσία

Ο βασικότερος, ενδεχομένως, ερμηνευτικός παράγοντας είναι τα χαμηλά επίπεδα αποθεμάτων φυσικού αερίου στα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με το εποχικό πρότυπο, τους εαρινούς και τους θερινούς μήνες, τα αποθέματα αυξάνονται προκειμένου να υπάρχει επάρκεια φυσικού αερίου για τους χειμερινούς μήνες. Από το 2011, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου προσέγγιζε το μέγιστο επίπεδο (84%-98%), το διάστημα περί τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους. Το 2021, ωστόσο, το μέγιστο ποσοστό έφτασε μόλις στο 77%, δημιουργώντας ανησυχίες σχετικά με την επάρκεια κάλυψης των αναγκών σε φυσικό αέριο, δεδομένου ότι, το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου κάθε έτους, η κάλυψη των αποθηκευτικών χώρων φτάνει στο ελάχιστο επίπεδο. Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίστηκαν στην κατακόρυφη αύξηση της τιμής του στην Ευρώπη. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στις 23 Φεβρουαρίου, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου στην Ευρώπη είχε υποχωρήσει περίπου στο 30%. Από το σύνολο των αποθεμάτων, το 23% βρίσκεται στην Ιταλία, το 22% στην Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ολλανδία και η Γαλλία με 9% αμφότερες. Ωστόσο και στις συγκεκριμένες χώρες, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων διατηρείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, καθώς διαμορφώνεται σε 39%, 30%, 22% και 24%, αντίστοιχα.

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, έχει ιδιαίτερη αξία να εξετάσουμε τον βαθμό εξάρτησης των ευρωπαϊκών κρατών από τις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των ενδοκοινοτικών εισαγωγών) διαμορφώθηκαν σε περίπου 401 δισ. κυβικά μέτρα, με το 38% εξ αυτών να προέρχονται από

την Ρωσία. Η Τσεχία και η Λετονία εισήγαγαν από την Ρωσία το σύνολο των αναγκών τους σε φυσικό αέριο, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία (95%), την Σλοβακία (85%) και την Βουλγαρία (75%). Αντίθετα, η Δανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Ιρλανδία είχαν μηδενικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία. Αξίζει να σημειωθούν τα μεγέθη για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία εισήγαγε, το 2020, περίπου 80,4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου - η οποία είναι η μεγαλύτερη εισαγόμενη ποσότητα μεταξύ των κρατών-μελών, αντιπροσωπεύοντας το 20% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία. Αντίθετα, η Γαλλία, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πυρηνική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εισήγαγε μόλις 46,3 δισ. κυβικά μέτρα, με το 17% να προέρχεται από την Ρωσία.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την προμήθεια φυσικού αερίου από την Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας θα προκαλούσε πλείστα προβλήματα. Σε ποιο βαθμό οι ρωσικές εισαγωγές μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG) και σε ποιο κόστος αυτό θα γίνει είναι ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα. Το 2020 οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το Κατάρ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Νιγηρία και η Αλγερία ενώ επί του παρόντος διεξάγονται συζητήσεις με ορισμένες χώρες για αύξηση των εισαγωγών. Ωστόσο, είναι σαφές ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση των εν εξελίξει στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (η Ρωσία μαζί με τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως) αναμένεται να καταγράψουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη άνοδο. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειονότητα των οποίων παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου. Επιπλέον, θα προκαλούνταν περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους, αφενός συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αφετέρου αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτών θα ήταν να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υποχρεώνοντας, ενδεχομένως, τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η Ιταλία ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα πακέτο μέτρων ύψους Ευρώ 8 δισ., προκειμένου να στηρίξει τους καταναλωτές και τη βιομηχανία από την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.

Ελλάδα: Ισχυρή άνοδος απασχόλησης, κατώτατες αποδοχές και παραγωγικότητα της εργασίας

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την απασχόληση και την ανεργία από την ΕΛΣΤΑΤ, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στη χώρα μας συνεχίζουν να βελτιώνονται με ταχύ ρυθμό, με την απασχόληση να καταγράφει σημαντική αύξηση σε ετήσια βάση, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας έχουν αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Ειδικότερα, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο του 2021, σε 12,8% (εποχικά προσαρμοσμένες εκτιμήσεις), σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο ποσοστό του Δεκεμβρίου του 2020 (15,5%) αλλά και του προηγούμενου μήνα (13,4%). Tο ποσοστό της ανεργίας κατέγραψε, τον Δεκέμβριο του 2021, στην Ελλάδα, την τρίτη μεγαλύτερη μείωση σε ετήσια βάση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (2,7 ποσοστιαίες μονάδες) μετά τη Λιθουανία και την Ισπανία, αν και παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της ΕΕ (6,4%) και είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά την Ισπανία (13%).

Το ποσοστό της ανεργίας, τον Δεκέμβριο του 2021, συνέχισε την πτωτική του πορεία, επιστρέφοντας περίπου στα επίπεδα του Ιουλίου του 2010 (12,9%). Ειδικότερα, από τον Απρίλιο του 2021 και μετά, καταγράφεται ραγδαία πτώση του ποσοστού της ανεργίας κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η πτώση της ανεργίας, την περίοδο Απριλίου-Δεκεμβρίου 2021, είναι πιο απότομη, με την κλίση της καμπύλης να είναι εντονότερη σε σχέση με την πτωτική πορεία της ανεργίας, το διάστημα πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, γεγονός που οφείλεται στους υψηλούς ετήσιους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης που σημειώθηκαν το ίδιο διάστημα. Συγκεκριμένα, η απασχόληση καταγράφει αύξηση σε ετήσια βάση, για όγδοο διαδοχικό μήνα (4,9% τον Δεκέμβριο), η οποία είναι μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες αυξήσεις της απασχόλησης που ακολούθησαν την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τις μεγάλες απώλειες που κατεγράφησαν στην απασχόληση, την περίοδο 2010-2013. Επιπλέον, η απασχόληση, για το σύνολο του 2021, στην Ελλάδα, ανήλθε σε 3,921 εκατομμύρια άτομα, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας, προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2011 (3,979 εκατομμύρια).

Κατά την περίοδο που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας - και χαρακτηρίστηκε από την επιβολή των δύο πρώτων lockdowns - η ανεργία αυξήθηκε ελαφρώς και παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, από τον Μάιο του 2020 έως και τον Απρίλιο του 2021, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη τιμή της, τον Ιούνιο του 2020 (17,7%). Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της στασιμότητας της οικονομικής δραστηριότητας και της επιβολής περιοριστικών μέτρων και αντανακλάται, σε μεγάλο βαθμό, στις μεγάλες απώλειες της απασχόλησης που κατεγράφησαν, από τον Απρίλιο του 2020, μέχρι τον Απρίλιο του 2021 (με μόνη εξαίρεση τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2020). Ωστόσο, η άνοδος της ανεργίας που καταγράφηκε ήταν συγκρατημένη, απόρροια των μέτρων στήριξης που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση τόσο προς τις επιχειρήσεις (επιστρεπτέα προκαταβολή, αναβολές πληρωμών κ.λπ.) υπό την προϋπόθεση της διατήρησης των θέσεων εργασίας από την πλευρά των πληττόμενων επιχειρήσεων, όσο και προς τα νοικοκυριά (στήριξη εισοδημάτων μέσω παροχής της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τους εργαζόμενους που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας).

Η σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης σε ετήσια βάση, αναμένεται να έχουν θετική επίπτωση στα δημόσια χρηματοοικονομικά, καθώς αφενός περιορίζονται οι κρατικές δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και αυξάνονται τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου διευρύνεται η φορολογική βάση, γεγονός που διευκολύνει την εφαρμογή πολιτικής μειωμένων φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών και ως εκ τούτου συμπιέζει το μη μισθολογικό κόστος εργασίας σε χαμηλά επίπεδα.

Η καταγεγραμμένη πτώση του ποσοστού ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων τριμήνων, διευρύνουν τις δυνατότητες για περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μέσα στο 2022. Σύμφωνα μάλιστα με ανακοινώσεις της κυβέρνησης, προσδοκάται μία νέα σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, μέσα στο έτος, η οποία δεν αναμένεται, ωστόσο, να οδηγήσει σε άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και, ως εκ τούτου, να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παρατηρούμενη δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης. Συγκεκριμένα, η αύξηση των κατώτατων αποδοχών αναμένεται να συνδυαστεί - τουλάχιστον το 2022 - με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας κατά 5%, σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που προβλέπεται να πραγματοποιηθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και της αύξησης του ποσοστού πληρότητας των διαθέσιμων καταλυμάτων της χώρας.

Κατά την περίοδο 2004-2011, οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ οδήγησαν σε συνεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, με την σωρευτική αύξησή του, την περίοδο αυτή, να φτάνει στο 36,2%. Παράλληλα, την περίοδο 2004-2008, ο λόγος του παραγόμενου προϊόντος ανά εργαζόμενο (παραγωγικότητα της εργασίας) κατέγραφε επίσης σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τον υψηλότερο να καταγράφεται το 2006 (7,4%). Η απότομη μείωση του κατώτατου μισθού, το 2012, ως αποτέλεσμα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, με σκοπό την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας αλλά και της ενίσχυσης των ευέλικτων μορφών εργασίας, συνέβαλαν σταδιακά σε αύξηση της απασχόλησης. Οι διακυμάνσεις που σημείωσε ο ετησιοποιημένος κατώτατος μισθός ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας, την περίοδο 2012-2018, προήλθαν, ως επί το πλείστον, από τις μεταβολές του παρονομαστή, δηλαδή από την ασθενική παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ, το 2019, αυξήθηκε και ο αριθμητής, ο οποίος έχει παραμείνει οριακά σταθερός, από τότε μέχρι και το 2021. Συγκεκριμένα, από την 1η Φεβρουαρίου 2019, αυξήθηκε ο νόμιμος κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο, ενώ, ταυτόχρονα, καταργήθηκαν οι αντίστοιχες υποκατώτατες αποδοχές για τους νέους εργαζομένους κάτω των 25 ετών. Κατά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης και την καταγεγραμμένη ύφεση του 2020, η παραγωγικότητα της εργασίας κατέγραψε πτώση της τάξης του 8,7%, με τον κατώτατο μισθό, όμως, να αυξάνεται μόνο οριακά σε σχέση με το 2019. Ο συνδυασμός αυτός, με τη σειρά του, οδήγησε σε μία αύξηση του ετησιοποιημένου κατώτατου μισθού ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με το 2019, δεδομένης της αύξησης του αριθμητή και της πτώσης του παρονομαστή.

... σχόλια | Κάνε click για να σχολιάσεις
Επιχειρώ - epixeiro.gr
Επιχειρώ - epixeiro.gr