Η συζήτηση για τη λειψυδρία έχει επανέλθει έντονα στην επικαιρότητα, ειδικά για περιοχές όπως η Αθήνα. Κάθε φορά που παρατηρείται χαμηλή υδροφορία, ο φόβος της έλλειψης νερού κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινωνία. Όμως, πόσο κρίσιμο είναι πραγματικά το ζήτημα αυτό σε σχέση με άλλες περιόδους ξηρασίας που έχουμε βιώσει στο παρελθόν; Ποιες λύσεις μπορούν να προσφερθούν χωρίς να επιβαρυνθούν οι πολίτες με αυξημένα τιμολόγια; Και πώς συνδέεται η λειψυδρία με την κλιματική αλλαγή; Μιλήσαμε με τον καθηγητή κ. Χρήστο Μακρόπουλο και τον επίκουρο καθηγητή κ. Ανδρέα Ευστρατιάδη, αμφότεροι από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, για να δούμε κατά πόσο το ζήτημα της λειψυδρίας είναι άμεσα υπαρκτό ή όχι.
Λειψυδρία και Αθήνα
Η Αθήνα, όπως εξάλλου και όλη η χώρα, πλήττεται από ανομβρία ή ξηρασία, αλλά ευτυχώς όχι από λειψυδρία. Η έννοια αυτή αφορά στα ελλείμματα νερού, τα οποία γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους καταναλωτές, που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Η λειψυδρία συνδέεται όχι μόνο με την ξηρασία και την έλλειψη βροχοπτώσεων, που είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και με την έλλειψη υποδομών. Έτσι λοιπόν, η τρέχουσα ξηρασία έχει ήδη αντίκτυπο σε αρκετές περιοχές της χώρας που δεν διαθέτουν επαρκείς υποδομές (π.χ., νησιά), έχοντας ήδη μετατραπεί σε πρόβλημα διαθεσιμότητας νερού, δηλαδή σε λειψυδρία.
Αντίθετα, η Αθήνα είναι πολύ μακριά από κάτι τέτοιο, καθώς διαθέτει ένα εκτεταμένο και εύρωστο υδροδοτικό σύστημα, το οποίο διαθέτει πολλαπλές διαχειριστικές επιλογές, καθώς και εφεδρείες.
Ο Χρήστος Μακρόπουλος, Καθηγητής Αστικής Υδρολογίας, Διαχείρισης Υδατικών Πόρων και Υδροπληροφορικής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ και ο Ανδρέας Ευστρατιάδης, Επίκουρος Καθηγητής Ανανεώσιμης Ενέργειας και Υδροηλεκτρικών Έργων της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ.
Είναι η σημερινή κατάσταση ξηρασίας πρωτοφανής;
Η Αθήνα δεν αντιμετωπίζει για πρώτη φορά μια τέτοια κλιματική κατάσταση. Από το 1979, όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το υδροδοτικό έργο του Μόρνου, έχουμε ζήσει τρεις μεγάλες περιόδους ξηρασίας, με πιο πρόσφατες εκείνες των ετών 1988-1994, 2000-2001 και 2007-2008. Η σημερινή ξηρασία, που διαρκεί περίπου δύο χρόνια, αποτελεί το τέταρτο τέτοιο περιστατικό μέσα σε τέσσερις δεκαετίες. Είναι ενδιαφέρον ότι φαινόμενα ξηρασίας παρουσιάζονται κατά περιόδους, συνεπώς δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ακραία ή απρόβλεπτα.
Να ανησυχούμε;
Παρόλο που τα αποθέματα στους ταμιευτήρες πέφτουν, αυτό δεν συνεπάγεται άμεσα λειψυδρία, δηλαδή έλλειψη νερού για κατανάλωση. Οι ταμιευτήρες εξισορροπούν τη μεταβλητότητα των εισροών, αποθηκεύοντας νερό σε χρόνια υψηλής υδροφορίας, ώστε να μπορούν να το αποδώσουν όταν η υδροφορία είναι χαμηλή. Άρα, η σημερινή κατάσταση δεν είναι ιδιαίτερα πιο κρίσιμη σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους ξηρασίας. Η διαχείριση του υδροδοτικού συστήματος της Αθήνας, με τη συμβολή των ταμιευτήρων και των γεωτρήσεων, παραμένει αξιόπιστη και η ασφάλεια υδροδότησης είναι διασφαλισμένη, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα –αν βέβαια η ζήτηση της Αθήνας δεν αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια.
Προτάσεις για νέα έργα
Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη λειψυδρία, έχουν προταθεί διάφορα έργα που θα μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα. Ωστόσο, πρέπει να αναλογιστούμε ότι τα έργα αυτού του τύπου έχουν υψηλό κόστος, σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και χρειάζονται αρκετό χρόνο για να ολοκληρωθούν.
Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέα υδροδοτικά έργα στην Αθήνα.
Το εξωτερικό υδροδοτικό σύστημα της πόλης (ΕΥΣ), που περιλαμβάνει τους ταμιευτήρες Μαραθώνα, Μόρνου, Εύηνου και Υλίκης, είναι σε θέση να καλύψει τις σημερινές ανάγκες. Τα έργα συντήρησης και ενίσχυσης των υδραγωγείων είναι, προς το παρόν, επαρκή για να διασφαλίσουν την ομαλή υδροδότηση, ενώ η Υλίκη και οι γεωτρήσεις παραμένουν εφεδρικές λύσεις για περιπτώσεις ανάγκης.
Αν χρειαστεί να αναζητήσουμε νέες πηγές, για να θωρακίσουμε περαιτέρω το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας για το μέλλον, όλες πρέπει να εξεταστούν νηφάλια και προσεκτικά πολλαπλές επιλογές, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τις περιβαλλοντικές συνέπειες.
Η αύξηση της τιμής του νερού: Είναι αναπόφευκτη;
Ένα άλλο ερώτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη είναι αν η μείωση των αποθεμάτων των ταμιευτήρων θα οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών στο νερό. Πρέπει να επισημανθεί ότι το κόστος του νερού στην Αθήνα, η τιμή του οποίου είναι αρκετά χαμηλή, διαμορφώνεται βάσει του κόστους της διαχείρισης και της διανομής του.
Σε περίπτωση ενεργοποίησης της Υλίκης ή των γεωτρήσεων, για παράδειγμα, το κόστος αυξάνεται, καθώς απαιτούνται αντλήσεις, που είναι ενεργοβόρες. Το κόστος αυτό δεν περνά μέχρι σήμερα στον καταναλωτή.
Ωστόσο, η ξηρασία δεν αποτελεί από μόνη της λόγο για αυτόματη αύξηση των τιμολογίων.
Η αποτελεσματική διαχείριση της ζήτησης, ακόμα και χωρίς αύξηση τιμολογίων, μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, για παράδειγμα, η ΕΥΔΑΠ προχώρησε σε εκστρατείες ενημέρωσης περιορίζοντας σημαντικά την υπερκατανάλωση.
Τέτοια μέτρα μπορούν να αποδειχθούν αποτελεσματικά και σήμερα. Επισημαίνουμε εδώ ότι οι απώλειες στα εσωτερικά δίκτυα της Αθήνας, ανέρχονται περίπου στο 20%, ποσοστό χαμηλό σε σχέση με άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Η ορθολογική διαχείριση υδατικών πόρων απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνεχείς επενδύσεις πολύ πριν την εμφάνιση μιας ξηρασίας. Δεν αντιμετωπίζεται με αποσπασματικά μέτρα μετά την εμφάνιση μιας 'κρίσης'.
Η ξηρασία και η κλιματική αλλαγή: Μια αιτιώδης σχέση;
Είναι εύλογο να συνδέουμε την ξηρασία με την κλιματική αλλαγή, όμως τα δεδομένα από το ιστορικό λειτουργίας του υδροδοτικού συστήματος της Αθήνας δεν επιβεβαιώνουν μια τέτοια συσχέτιση. Οι μακροχρόνιες μετρήσεις δείχνουν ότι η υδροφορία στις λεκάνες των ταμιευτήρων δεν έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία 50 χρόνια. Παρά τις διακυμάνσεις από έτος σε έτος, οι συνολικές εισροές παραμένουν σταθερές, χωρίς συστηματική μείωση.
Η διαχείριση του νερού στην Αθήνα δεν εξαρτάται από βραχυπρόθεσμες προβλέψεις, αλλά από την ορθολογική προσέγγιση των υφιστάμενων δεδομένων. Η στατιστική επιστήμη, σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια εμπειρία, επιτρέπει τη σωστή λήψη αποφάσεων για την κάλυψη των υδρευτικών αναγκών.
Παραδείγματα από το εξωτερικό
Υπάρχουν αρκετές χώρες που έχουν εφαρμόσει προηγμένες τεχνολογίες και μεθόδους για την εξοικονόμηση και την καλύτερη διαχείριση των υδάτων. Στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, εφαρμόζονται εκτεταμένα προγράμματα ανακύκλωσης νερού, ενώ το Ισραήλ έχει αναπτύξει και προηγμένες τεχνικές αφαλάτωσης με χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα.
Προφανώς και έχουμε να μάθουμε πολλά και από αυτές και από άλλες χώρες. Όμως οι ανάγκες και οι δυνατότητες της χώρας μας απαιτούν λύσεις που να ταιριάζουν στο τοπικό υδρολογικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.
Η επένδυση σε βελτίωση της διαχείρισης της ζήτησης, όπως έγινε με επιτυχία στο παρελθόν, οι συνεχείς επενδύσεις στη συντήρηση, βελτίωση και θωράκιση των υποδομών νερού, η ενίσχυση των εφεδρικών πηγών, αλλά και καινοτόμες λύσεις επαναχρησιμοποίησης αστικών λυμάτων για μη πόσιμες χρήσεις μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μακροπρόθεσμες πολιτικές, χωρίς σημαντική οικονομική επιβάρυνση των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η ξηρασία δεν είναι κάτι νέο ή απρόβλεπτο για την Αθήνα, και με ορθολογική διαχείριση και τον σωστό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, χωρίς να μετατραπεί σε λειψυδρία.
Σχόλια