Ο τουρισμός βρίσκεται στο επίκεντρο των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία του covid-19 με το μοντέλο ανάκαμψης του να παρουσιάζεται αρκετά δυσοίωνο. Η αθροιστική πτώση προβλέπεται να κινηθεί από 3 έως 8 δισ. δολάρια μέχρις ότου οι τουριστικές δαπάνες να επιστρέψουν στα κανονικά τους επίπεδα. Σύμφωνα με τον οίκο DBRS η Ελλάδα είναι η χώρα της Νότιας Ευρώπης που έχει πληγεί εντονότερα, λόγω της μεγάλης εξάρτησης της οικονομίας της από το συγκεκριμένο κλάδο.
Πιο αναλυτικά, από την πλευρά των ξενοδόχων υπάρχει έκδηλη ανησυχία, καθώς σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, το 65% των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας, θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή τη χρεοκοπία, ενώ για τα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας το ποσοστό ανέρχεται σε 51,8%. Η δυσαρέσκεια των ξενοδόχων όσον αφορά στην άμεση ανάκαμψη του τουρισμού δικαιολογείται από το ποσοστό εξάρτησης ορισμένων τοπικών οικονομιών της ελληνικής περιφέρειας από το συγκεκριμένο κλάδο, που μπορεί να φτάνει το 97%.
Σύμφωνα με τη βοηθό αντιπροέδρου της DBRS, Σπυριδούλα Τζήμα, η ανάκαμψη εξαρτάται από ένα συνονθύλευμα παραγόντων και ένας από αυτούς είναι οι ανταγωνιστικές τιμές. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει επίσης και η συμβολή του εσωτερικού τουρισμού στην μερική ανακούφιση των ξενοδόχων, οι οποίοι με τη σειρά τους προχωρούν σε ειδικά οικονομικότερα πακέτα, προκειμένου να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους εγχώριους επισκέπτες. Η νέα αυτή παγκόσμια τάση που έλαβε μεγάλες διαστάσεις κυρίως λόγω της πανδημίας του covid-19, ονομάζεται staycation και αποτελεί παράφραση του vacation, των διακοπών, με άλλα λόγια, που πλέον αλλάζουν μορφή και προσαρμόζονται στη νέα κανονικότητα.
Το staycation, καταφέρνει να ανακουφίσει τον κλάδο των ξενοδόχων που εν μέσω μιας δύσκολης και αβέβαιης περιόδου, μπορεί να θεωρεί τον εγχώριο τουρισμό σημαντική πηγή των εσόδων του. Η ελκυστικότητα των εγχώριων προορισμών είναι τελικά αυτή που θα καθορίσει τον ρυθμό ανάκαμψης της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας.
Συμβάλλει επίσης στη συλλογική προσπάθεια περιορισμού του ανθρακικού αποτυπώματος που οφείλεται στις αεροπορικές μετακινήσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχει η πιθανότητα της μη συμμόρφωσης των αεροπορικών εταιρειών στις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει τον covid-19 και αυτό οφείλεται στη δυσκολία ανάκαμψης που θα αντιμετωπίσουν οι εν λόγω εταιρείες. Ήδη, ένας μεγάλος αερομεταφορέας, η Αir France/KLM έχει κάνει έκκληση για καθυστέρηση των επερχόμενων πολιτικών που έχουν σχεδιαστεί για τον περιορισμό των αεροπορικών μετακινήσεων και τη μείωση των εκπομπών.
Πιο συγκεκριμένα, ζητούν από την κυβέρνηση να αναστείλει την εισαγωγή νέων φόρων, καθώς ισχυρίζονται πως δεν είναι η κατάλληλη περίοδος να επιβαρυνθούν οι εταιρείες και οι ταξιδιώτες με υψηλότερες τιμές. Παρ’όλα αυτά, σύμφωνα μια εκτενή έρευνα που εκπονήθηκε από τη McKinsey & Company, η βιωσιμότητα και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις εναέριες μετακινήσεις, δεν αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων και στην συμπεριφορά των ταξιδιωτών εν μέσω πανδημίας.
Ο εγχώριος τουρισμός δύναται να επιστρέψει σε κανονικά πρό-κρίσης επίπεδα, περίπου ένα με δύο χρόνια νωρίτερα από τον αντίστοιχο εξερχόμενο. Αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στους λιγότερο αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς στο εσωτερικό της χώρας, στις περισσότερες επιλογές σε μέσα μετακίνησης, εξαιρουμένων των αεροπλάνων, καθώς και στον ψυχολογικό παράγοντα. Με τη Διεθνή Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (ΙΑΤΑ) να ανακοινώνει πως η παγκόσμια αεροπορική κίνηση δεν αναμένεται να επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα πριν το 2024, η εύρεση εναλλακτικών λύσεων για την εκκίνηση της τουριστικής οικονομίας αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Σχόλια