NEWSFLASH...
Food for Thought
ανάγνωση

Μνημονιακή κρίση και γυναικεία ανεργία: μια συνισταμένη, πολλές συνιστώσες

Μνημονιακή κρίση και γυναικεία ανεργία: μια συνισταμένη, πολλές συνιστώσες

Από το Μάιο του 2010, η Ελλάδα εφαρμόζει το πιο αυστηρό πρόγραμμα οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα από τα πιο αυστηρά που έχει ποτέ επιβάλει το ΔΝΤ στην ιστορία του. Το 27,4% άγγιξε το Σεπτέμβριο του 2013 η ανεργία σημειώνοντας νέο αρνητικό ρεκόρ, σύμφωνα με έρευνα του εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Συγκεκριμένα, η ανεργία στις γυναίκες άγγιξε το 31,4% συγκριτικά με αντίστοιχο ποσοστό 30,2% τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενώ παραμένει κατά πολύ υψηλότερη εκείνης των ανδρών (24,5% από 22,9%). Παράλληλα, η ανεργία των γυναικών δεν τροφοδοτείται μόνο από απολύσεις, καθώς πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών, στις ηλικίες των 30, 40 και 50, που προηγουμένως δεν αναζητούσαν εργασία, εντάχθηκαν στην αγορά για να ενισχύσουν το συρρικνούμενο οικογενειακό εισόδημα, ενώ πολλές εξ αυτών εντάχθηκαν τελικώς σε στρατιές ανέργων. Στο δημόσιο τομέα, οι απολύσεις συμβασιούχων έπληξαν πολύ περισσότερο τις γυναίκες απ' ό,τι τους άνδρες, ο δραστικός περιορισμός των προσλήψεων έθαψε τις επαγγελματικές προοπτικές χιλιάδων νέων μορφωμένων γυναικών που επικρατούσαν έναντι των ανδρών στις προσλήψεις τη δεκαετία του 2000, ενώ οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα ώθησαν πρόωρα στη σύνταξη πολλές γυναίκες υπαλλήλους μέσης ηλικίας.

Σε χώρες όπως η Ελλάδα, πριν την οικονομική κρίση, με μικρή παράδοση στην άσκηση δημόσιων πολιτικών για την ισότητα των φύλων και ισχυρή έμφυλη διάρθρωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, μόνη η «επιβαλλόμενη» ευρωπαϊκή νομοθεσία ενθάρρυνε ανέκαθεν την ανάπτυξη εξειδικευμένων υποστηρικτικών δομών και μηχανισμών, εμπλούτισε τις δημόσιες πολιτικές με νέες διαδικασίες και εργαλεία και ενίσχυσε το ρόλο των γυναικείων οργανώσεων. Υπό την επίδραση λοιπόν του ευρωπαϊκού φεμινιστικού κινήματος αλλά και των διεθνών τάσεων σε θέματα ισότητας, ο κοινοτικός νομοθέτης και κυρίως ο κοινοτικός δικαστής αποτέλεσε τον προπομπό των θεσμικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της άρσης των πάσης φύσεως ανισοτήτων. Έτσι, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την άρση των ανισοτήτων, στις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών και στην ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου (gender mainstreaming) για την απασχόληση. Σύμφωνα με τη διαπίστωση ότι καμιά πολιτική δεν είναι ουδέτερη απέναντι στα φύλα, η διάσταση του φύλου λαμβάνεται πλέον σταθερά υπόψη κατά το σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση κάθε πολιτικής, ώστε να προωθείται ισόρροπα η ισότητα των φύλων. Και ο όρος «φύλο» αναφέρεται όχι μόνο σε μια κοινωνικά και πολιτισμικά οριοθετημένη κοινωνική κατηγορία, αλλά και σε ένα πλαίσιο κοινών εμπειριών, πάνω στις οποίες στηρίζεται μια ειδική – από γυναικεία σκοπιά– πολιτική ανάλυση άμεσα συνδεδεμένη με ένα συλλογικό αγώνα –τις διεκδικήσεις των γυναικών – αλλαγής όσων συνθηκών νομιμοποιούσαν την ως τώρα άνιση μεταχείρισή τους.

Αφενός, το κοινοτικό δίκαιο, αποβλέποντας λοιπόν στην ένταξη της γυναίκας στην αγορά εργασίας ως αυτόνομου οικονομικού υποκειμένου, αποτέλεσε, μέσω της εναρμόνισης των εσωτερικών νομοθεσιών των κρατών μελών, το θεμελιακό μοχλό κατάργησης των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών. Ο αμιγώς οικονομικός προσανατολισμός αύξησης της γυναικείας συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία και η οικονομική διάσταση που διέπει τη βασική φιλοσοφία της Ένωσης για την ισότιμη εκπροσώπησή τους υπερθεματίζει την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων στον τομέα της ισότητας των φύλων. Αφετέρου, σε εθνικό επίπεδο, οι παλαιότερες τροποποιήσεις στο νομικό καθεστώς της απασχόλησης (Ν. 3029/2002, Ν. 3232/2004, Ν. 3385/2005) διασφάλισαν μεγαλύτερη στήριξη στην εργαζόμενη γυναίκα. Ο Ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας ποινικοποίησε έμφυλα χρωματισμένες συμπεριφορές εκμετάλλευσης, κύριο θύμα των οποίων είναι η γυναίκα και η ποινικοποίηση αυτή των συμβόλων της καταπίεσης αποτυπώθηκε ως κορύφωση μιας σειράς επιτυχών γυναικείων διεκδικήσεων για τη δικαίωση του αγώνα για ισότητα. Ο Ν. 3488/2006 για την «εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις» εκσυγχρόνισε το νομικό πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Με το σύνολο των νομοθετημάτων αυτών, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των προωθημένων χωρών, σε θεσμικό επίπεδο, ως προς τη θωράκιση της ισότητας και την εξάλειψη των διακρίσεων. Και ένα τόσο προωθημένο «γυναικείο» τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης εγείρει λογικά αίτημα αναζήτησης του διεκδικητικού συλλογικού υποκειμένου, που προϋποτίθεται ή αναγνωρίζεται πίσω από τους νόμους αυτούς. Οι ίδιοι οι νόμοι, εξάλλου, αυτοσυστήνονται ως θεσμικές κατακτήσεις του κινήματος της γυναικείας χειραφέτησης. Αποτελούν, με άλλα λόγια, ένδειξη της παρουσίας και δημόσιας επικύρωσης ενός ιδεολογικο-πολιτικού λόγου που μεταφέρει στη δημόσια σφαίρα τις εμπειρίες και την αυτοσυνειδητοποίηση μιας ομάδας κοινών κοινωνικών συμφερόντων, των γυναικών. Κοντολογίς, ενός φεμινιστικού λόγου.

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι εάν και κατά πόσο υπάρχουν πλέον στην ελληνική κοινωνία οι προϋποθέσεις περαιτέρω φεμινιστικής διεκδίκησης. Όχι άδικα, καθώς στην εποχή της οικονομικής κρίσης, ύφεσης και ανεργίας που διανύουμε, η αντοχή της ισότητας δοκιμάζεται στην πράξη στον τομέα της απασχόλησης, στο κατ' εξοχήν πεδίο των άδηλων και επαχθέστερων διακρίσεων, όπου οι γυναίκες παρεμποδίζονται να ασκήσουν δικαιώματα, σχετιζόμενα με τη συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, η νομοθετική παραγωγή σε σημαντικούς τομείς του κοινοτικού εργατικού δικαίου, που αφορούν στις απολύσεις, στο χρόνο εργασίας, στις ατυπικές μορφές απασχόλησης, λόγου χάρη μερική απασχόληση ή ενοικίαση εργαζομένων, μορφές που πλήττουν κυρίως τις γυναίκες εργαζόμενες, δεν χαρακτηρίζεται από την ίδια πληθωρικότητα, από την οποία διέπεται η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Αναντίρρητα, η έμφαση που αποδίδει τα τελευταία χρόνια ο νομοθέτης στο δίκαιο των διακρίσεων και στην προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στον εργασιακό τομέα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως κάμψη της παραδοσιακής προστατευτικής λειτουργίας του εργατικού δικαίου στα ηπειρωτικά νομικά συστήματα. Το δίκαιο της απασχόλησης δεν καλείται πλέον να προστατεύσει τον εργαζόμενο, λόγω της ιδιότητάς του ως ασθενέστερου μέρους της εργασιακής σχέσης, αλλά βάσει αυστηρών κριτηρίων, όπως το φύλο, η φυλή, η ηλικία, ο γενετήσιος προσανατολισμός, δηλαδή βάσει της ένταξής του σε θεωρούμενες κοινωνικά μειονεκτούσες κατηγορίες. Έτσι, η εν λόγω τάση μερικής και αποσπασματικής προστασίας της γυναίκας εργαζόμενης, ως μέλους μιας ακόμα ευάλωτης κοινωνικά ομάδας, είναι δυνατόν να θέσει σε δοκιμασία όχι μόνο το στόχο της άρσης των ανισοτήτων, αλλά και το προστατευτικό πλαίσιο με το οποίο η εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία περιβάλλει κάθε εργαζόμενο, ανεξαρτήτως φύλου.

Ο νόμος εν γένει κατανοητός υπό το πνεύμα του διαφωτισμού ως εργαλείου κοινωνικού μετασχηματισμού, θεωρείται ότι μπορεί να προσφέρει ορισμένες, προοδευτικά εξελισσόμενες αλλαγές σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία, που αντικειμενικά αποδεικνύεται ότι παράγουν έμφυλη ανισότητα. Είτε ως νομική μεταρρύθμιση είτε ως κάλυψη νομικού κενού, η νομοθετική πρωτοβουλία απαιτείται από ένα φεμινιστικό λόγο που αναλαμβάνει πλέον να αντιμετωπίσει με θετικό τρόπο τα προβλήματα, τα οποία οι γυναίκες βιώνουν εντός του χώρου της εργασίας αλλά και της οικογένειας. Προσφυώς, η εποχή αυτή έχει αποκληθεί εποχή του θεσμοθετημένου δια του νόμου φεμινισμού, ή φεμινισμού «εκ των άνω», που σε πολλές περιπτώσεις συμπίπτει με το νομικό εκσυγχρονισμό. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντιστοίχησης της ελληνικής περίπτωσης με την εικόνα αυτή θα πρέπει να λάβει υπόψη της πως στην ελληνική έννομη τάξη το νομικό φύλο εισάγεται ως ετοιμοπαράδοτο προϊόν προς χρήση, ως κοινωνικός και πολιτισμικός δείκτης που μετρά το βαθμό επαφής της ελληνικής κοινωνίας με το εκσυγχρονιστικό ιδεώδες, ως ένδειξη συντονισμού της ελληνικής νομιμότητας με τα ευρωπαϊκά κεκτημένα. Έτσι, οι νόμοι αυτοί μετατίθενται από την αλλοδαπή στα καθ' ημάς και έρχονται εμπλουτισμένοι από την εμπειρία της εφαρμογής τους έξω. Με ισχνή διεκδικητική κοινωνική βάση όμως, λόγω των έσχατων μνημονιακών παρεμβάσεων.

Στο κρισιμότατο πεδίο του εργατικού δικαίου, οι μνημονιακές πολιτικές έχουν καταργήσει θεμελιώδη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ οι πρωτοφανείς ανατροπές στο εργατικό δίκαιο, κατέληξαν σε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, των ασταθών μορφών απασχόλησης, της ποσοτικής ευελιξίας στην εργασία, καθώς και σε πλήρη αποδόμηση της αγοράς, με κύριους αποδέκτες τις γυναίκες. Αρχικά, με τους Νόμους 3845/2010, 3863/2010, 3899/2010 και 3920/11, 3979/11, 3986/11, 4024/2011 του Μνημονίου Ι εισήχθησαν στοχευμένα αλλεπάλληλες μισθολογικές περικοπές σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, υποβάθμιση και αμφισβήτηση του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδα ΕΓΣΣΕ, κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων. Ακολούθως, με το σαρωτικό κύμα του Μνημονίου ΙΙ (Ν. 4046/2012 και Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/28-2-2012), πολλώ δε μάλλον με το πρόσφατο Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012), στοχοποιούνται ακόμη περισσότερο οι απολύσεις εργαζόμενων, κατά κύριο λόγο εργαζόμενων νέων μητέρων έως 40 ετών, ενώ, πέρα από τις μειώσεις στα κατώτατα όρια της ΕΓΣΣΕ, έχουν επιβληθεί μονομερώς εσωτερική υποτίμηση μισθών και ανακαθορισμός των κατώτατων αμοιβών, μισθών και ημερομισθίων. Τα εν λόγω μέτρα δημιούργησαν ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης και μια αναχρονιστική ανταγωνιστικότητα, βασισμένη στην υποαμειβόμενη και ασταθή εργασία, η οποία ελάχιστα ταιριάζει σε ευρωπαϊκή χώρα.

Εξάλλου, η συντηρητική ανάγνωση των όποιων υφιστάμενων θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, η ατελής εφαρμογή τους και η μη κατανόησή τους από μεγάλη κοινωνική μερίδα, είναι ορισμένα από τα ερμηνευτικά κλειδιά που προσφέρονται να εξηγήσουν την αποτυχία των νόμων να εξελίξουν τη ζωή των Ελλήνων γυναικών. Γεγονός είναι ότι η αντιμετώπιση της έμφυλης ανισότητας, που έχει σφυρηλατηθεί ανά τους αιώνες ως απολύτως «φυσική διαφορά» γυναικών και ανδρών, συνιστά κοινωνικά μια εξαιρετικά δυσχερή διαδικασία. Και ενώ οι λόγοι που γεννούν ανισότητα μπορούν να αντιμετωπισθούν με θεσμικές, διαρθρωτικού χαρακτήρα, μεταρρυθμίσεις, η μεταβολή των παραδοσιακών προκαταλήψεων επέρχεται επίπονα και αργόσυρτα. Δεδομένου ότι οι διακρίσεις εδράζονται σε κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις με βαθιές ρίζες στην κοινωνική παράδοση, σε βαθμό που θεωρούνται δικαιολογημένες, το όποιο νομοθετικό πλαίσιο κατά των διακρίσεων θα παρέμενε απολύτως ανεπαρκές, εάν δεν απέβλεπε στην πρόκληση ανακλαστικών αντιπαλότητας με φαινόμενα διατήρησης των διακρίσεων λόγω φύλου. Μια νομοθεσία λογίζεται, άρα, ότι έχει πετύχει την πλήρη εφαρμογή της αρχής της ισότητας, όταν η θετική παρέμβασή της δεν είναι απλώς διορθωτική της τυπικής ισότητας, αλλά μεταβάλλει τις κοινωνικές εκείνες δομές που αποτελούν πηγή ουσιαστικής ανισότητας. Όταν η θεσμική παρέμβαση καταφέρει να επηρεάσει τις κοινωνικές αντιλήψεις, ώστε να αποκατασταθεί η αξία της γυναίκας που καταπιέζεται σε κοινωνικά μειονεκτούσες κατηγορίες, τότε έχουν επιτευχθεί οι κοινωνικοί στόχοι του δικαίου της έμφυλης ισότητας.

... σχόλια | Κάνε click για να σχολιάσεις
Επιχειρώ - epixeiro.gr
Επιχειρώ - epixeiro.gr