Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2020, ο Mike Pompeo γίνεται ο πρώτος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ που επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη. «Ξανά στον δρόμο πηγαίνοντας προς την Ευρώπη προκειμένου να ενισχύσουμε τις ισχυρές διμερείς σχέσεις μας και τη σημασία της σταθερής περιφερειακής συνεργασίας. Πρώτη στάση: Θεσσαλονίκη, Ελλάδα» θα γράψει στο Twitter. Στο πλαίσιο της επίσκεψης του, θα μπουν και οι υπογραφές για μια συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.
Η συμφωνία θα υπογραφεί, τελικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 2020, μεταξύ του Έλληνα Υπουργού Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, και του Αμερικανού ομολόγου του - ο οποίος, λίγους μήνες μετά, θα αποχωρήσει από τη θέση του, μετά την επικράτηση του Δημοκρατικού Joe Biden στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Παρόν, μεταξύ άλλων κυβερνητικών στελεχών από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, και ο ελληνικής καταγωγής Michael Kratsios, τότε Υφυπουργός Άμυνας και επικεφαλής Τεχνολογίας.
«Η Ελλάδα ναι μεν είχε από το 1980 διμερή συμφωνία με τις ΗΠΑ στην έρευνα και την τεχνολογία, ήταν, όμως, ανενεργή και έχριζε επικαιροποίησης. Το περασμένο φθινόπωρο στον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ έθεσα αυτό το θέμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το χειμώνα στην Ουάσινγκτον, με τον Michael Kratsios και το National Science Foundation συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε στην διεύρυνση και εμβάθυνση της συμφωνίας. Σήμερα υπογράψαμε μια νέα συμφωνία. Θεωρούμε πως αυτή θα συμβάλλει στο να δημιουργηθούν ακόμα περισσότερες γέφυρες μεταξύ των δυο χωρών στις επιστήμες, την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία. Καθώς υπάρχει πλέον το θεσμικό πλαίσιο, ελπίζουμε βασίμως να αναπτύξουμε ακόμα περισσότερες συνεργασίες» θα δηλώσει ο κ. Γεωργιάδης.
Η συγκεκριμένη συμφωνία κατατέθηκε, πριν από μερικά 24ωρα, στη Βουλή. Όπως αναφέρεται στο κείμενο, προκύπτει λόγω «της σημασίας της επιστήμης και της τεχνολογίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη» των δύο χωρών, για το ότι τα δύο κράτη διεξάγουν ερευνητικές και τεχνολογικές δραστηριότητες σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος» (οπότε η συνεργασία φέρνει κοινά οφέλη), αλλά και λόγω της επιθυμίας καθιέρωσης μιας συνεργασίας που θα διευρύνει και θα ενισχύσει την διεξαγωγή συνεργατικών δράσεων σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος.
Οι τομείς συνεργασίας
Οι δράσεις μπορούν να λάβουν τις ακόλουθες μορφές: κοινά ή συντονισμένα ερευνητικά έργα, κοινές ομάδες εργασίας, κοινές μελέτες, κοινή διοργάνωση επιστημονικών σεμιναρίων, διασκέψεων (συμποσίων κι εργαστηρίων), εκπαίδευση επιστημόνων και τεχνικών εμπειρογνωμόνων, ανταλλαγές ή από κοινού χρήση ερευνητικού εξοπλισμού και υλικών, επισκέψεις και ανταλλαγές επιστημόνων, μηχανικών η άλλου καταλλήλου προσωπικού, ανταλλαγές επιστημονικών και τεχνολογικών πληροφοριών καθώς και πληροφοριών σχετικών με πρακτικές, νομούς και προγράμματα σχετικά με τη συνεργασία βάσει της Συμφωνίας, άλλες μορφές συνεργασίας που συμφωνούνται από κοινού από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Την ίδια στιγμή, οι δύο πλευρές καλούνται να «ενθαρρύνουν και διευκολύνουν, κατά περίπτωση, την ανάπτυξη άμεσων επαφών και συνεργασίας μεταξύ κυβερνητικών υπηρεσιών, πανεπιστήμιων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα καθώς και άλλων φορέων των δύο χωρών. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να εμπλέξουν και άλλους φορείς, μεταξύ των οποίων πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, σε συνεργατικές δράσεις.
Η συμφωνία αναφέρεται πως αφορά κατά βάση την ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα και τις επιχειρήσεις, αλλά και εμμέσως μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η συνεργασία με τις ΗΠΑ στους τομείς της επιστήμης και τεχνολογίας (Ε&Τ) θεωρείται σημαντική, βάσει του σκεπτικού της απόφασης, μεταξύ άλλων λόγω του ότι «οι ΗΠΑ αποτελούν την ισχυρότερη και πιο τεχνολογικά προηγμένη χώρα του πλανήτη», αλλά και εξαιτίας της ύπαρξης ισχυρού ελληνικού στοιχείου στις ΗΠΑ με αξιόλογη δραστηριότητα στο ερευνητικό και εκπαιδευτικό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στον χώρο των επιχειρήσεων.
Μέσω ειδικής έκθεσης από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, μαθαίνουμε πως, από τις προτεινόμενες διατάξεις, η δαπάνη από τη συμμετοχή της χώρας μας εκτιμάται στο ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση 25-30 ερευνητικών έργων ανά πενταετία. Σημειώνεται πως η συμφωνία παραμένει σε ισχύ επί πέντε έτη και ανανεώνεται αυτόματα για περαιτέρω πενταετείς περιόδους.
Η αμερικανική οπτική
Έχει όμως το δικό του ενδιαφέρον να δει κανείς πως παρουσίαζε τη συγκεκριμένη συμφωνία και η αμερικανική πλευρά, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Όπως ανέφερε τότε το Department of State, αυτή «αντικαθιστά μια προηγούμενη, πιο γενικευμένη συμφωνία από το 1980 και περιλαμβάνει πρόσθετες διατάξεις που θα προστατεύουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των επιστημόνων και των ερευνητών μας».
Παράλληλα, «ανοίγει το δρόμο για στενότερους επιστημονικούς και τεχνολογικούς δεσμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας και θα δημιουργήσει ευκαιρίες που θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση πιθανής κακοήθης επιρροής στον ελληνικό τομέα επιστήμης και τεχνολογίας», ενώ «θα είναι επωφελής για την επίλυση τυχόν ζητημάτων που σχετίζονται με την ευθύνη, την πνευματική ιδιοκτησία (IP) και την επίλυση διαφορών».
«Οι Συμφωνίες Επιστήμης και Τεχνολογίας (STA) επιτρέπουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να ενισχύσει την αμερικανική έρευνα, να ενισχύσει την προστασία των IP, να αποκτήσει πρόσβαση σε διεθνή επιστημονικά υλικά, γνώσεις και εγκαταστάσεις και να κατανοήσει καλύτερα τις περιφερειακές τάσεις έρευνας και καινοτομίας», ενώ η νέα STA «θα συνεχίσει να βελτιώνει το επενδυτικό κλίμα της Ελλάδας και να προάγει θετικά μοντέλα για την ακεραιότητα της έρευνας, τη διαφάνεια και τα συστήματα επιστήμης που βασίζονται στην αξία».
Ειδική αναφορά και στην υπάρχουσα συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Εκεί, τονιζόταν πως η «εμπλοκή» με τους συγκεκριμένους τομείς στην Ελλάδα «υποστηρίζει μια ισχυρή διμερή σχέση με έναν εταίρο της ΕΕ και του NATO, διασφαλίζει την πρόσβαση των ΗΠΑ σε διεθνείς γνώσεις και εγκαταστάσεις και βοηθά τις δύο χώρες να ανταγωνίζονται με κακοήθεις επιρροές στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ιδιαίτερη αναφορά γινόταν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία χαρακτηριζόταν ως «διεθνής πύλη προς τα Δυτικά Βαλκάνια, μια αγορά 30 εκατομμυρίων ανθρώπων, που αναδύεται ως περιφερειακός κόμβος επιστήμης και τεχνολογίας». Παράλληλα, σημειωνόταν πως η συμφωνία διασφαλίζει «ένα ασφαλές μέλλον για έναν Σύμμαχο του ΝΑΤΟ και βοηθά την Ελλάδα να συνεχίσει να επιτυγχάνει τον στόχο του ΝΑΤΟ για να δαπανάται στην άμυνα το 2% του ΑΕΠ».
Την ίδια στιγμή, υπογραμμιζόταν πως αμερικανικές εταιρείες όπως η Pfizer και η Cisco επεκτείνουν το αποτύπωμά τους στη Θεσσαλονίκη, ενώ γινόταν αναφορά στην εξαγορά της SoftoMotive από την Microsoft και της Think Silicon από την Applied Materials, ενώ «αμερικανικές εταιρείες όπως η Tesla και η Blink Charging εισέρχονται στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων». Επιπρόσθετα, «τεχνολογικές εταιρείες όπως η Google, η Cisco, η Microsoft, η Apple, η Abbott και η Palantir βοήθησαν στην απόκριση της Ελλάδας απέναντι στον COVID-19».
Σχόλια