Βιβλία

Κι όμως, η οικονομία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα και νόστιμη αντί για βαρετή, άνοστη και... δύσπεπτη

Πώς αποδεικνύεται αυτό; Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Νόστιμη Οικονομία: Ένας πεινασμένος οικονομολόγος εξηγεί τον κόσμο», των εκδόσεων Πατάκη, δια χειρός του Νοτιοκορεάτη οικονομολόγου Ha-Joon Chang. Όπως διατείνεται ο ίδιος, είναι κρίσιμο οι πολίτες να έχουν μια βασική έστω κατανόηση μερικών αρχών των οικονομικών θεωριών, προκειμένου να μην υπερασπίζονται απλώς τα δικά τους συμφέροντα, αλλά κυρίως να καταστήσουν την κοινωνία ένα πολύ καλύτερο μέρος διαβίωσης για τους ίδιους και για τις επόμενες γενιές

Κοινοποιήστε

Σχολιάστε

Διαβάζεται σε 2 λεπτά

Κι όμως, η οικονομία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα και νόστιμη αντί για βαρετή, άνοστη και... δύσπεπτη

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η οικονομία είναι βαρετή, δύσκολη και χρήσιμη μόνο για τους επαγγελματίες οικονομολόγους. Ωστόσο, όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες χρειάζεται να μάθουν τουλάχιστον κάποια βασικά στοιχεία οικονομίας, για τον απλούστατο λόγο ότι, σε μια καπιταλιστική κοινωνία, όλα είναι σχετικά με την οικονομία. Η οικονομία είναι παρούσα στις θέσεις εργασίας, στις πληρωμές υποθηκών και στους φόρους, αλλά και στις βιβλιοθήκες, στη διδασκαλία αρχαίων γλωσσών στα πανεπιστήμια, καθώς και στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Υπό τον καπιταλισμό, η δημοκρατία δεν έχει νόημα αν κάθε πολίτης δεν γνωρίζει τουλάχιστον κάποιες βασικές οικονομικές έννοιες. Φυσικά, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που θεωρούν τα οικονομικά δυσνόητα ή περίπλοκα – κι εδώ έρχεται το «Νόστιμη Οικονομία: Ένας πεινασμένος οικονομολόγος εξηγεί τον κόσμο», του Ha-Joon Chang από τις εκδόσεις Πατάκη, να… ξετυλίξει τον μίτο της Αριάδνης.

Όσο φιλικές προς τον αναγνώστη και αν είναι οι εξηγήσεις, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν το κίνητρο να μάθουν για την οικονομία, επειδή θεωρούν το θέμα μάλλον βαρετό. Αυτό ο Ha-Joon Chang το γνωρίζει καλά, κι έτσι προσπαθεί να πείσει πιθανούς αναγνώστες να σκεφτούν την οικονομία, τυλίγοντας τις ξερές οικονομικές επιχειρηματολογίες σε… ζουμερές ιστορίες για το φαγητό. Το φαγητό είναι τόσο θεμελιώδες για την επιβίωσή μας, την ταυτότητά μας και την ευτυχία μας, που οι περισσότεροι άνθρωποι αν μην τι άλλο ενδιαφέρονται και για αυτό. Το να μιλάς για φαγητό είναι ένας φυσικός τρόπος να προσελκύσεις τους ανθρώπους — ειδικά αν θέλεις τελικά να μιλήσεις για πράγματα που οι άνθρωποι θεωρούν βαρετά.

Οι Simpsons βασική έμπνευση του συγγραφέως

Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου μου έχει το όνομα ενός τροφίμου (καρύδα, μπάμιες, σοκολάτα, σκόρδο, τσίλι) και πραγματεύεται ιστορίες σχετικά με αυτό το τρόφιμο. Πριν ο αναγνώστης το συνειδητοποιήσει, οι ιστορίες για το φαγητό μετατρέπονται σε οικονομικές ιστορίες μέσω αυτού που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί «προσέγγιση των Simpsons στη συγγραφή».

Όλα τα επεισόδια των Simpsons ξεκινούν με μια σύντομη εισαγωγική ιστορία, στην οποία συνήθως συμμετέχει ο Bart Simpson. Η ιστορία μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για την κύρια ιστορία του επεισοδίου, αλλά μπορεί εν τέλει και να αποδειχθεί εντελώς άσχετη. Αυτό ακριβώς το είδος αφήγησης χρησιμοποιεί και ο Joon Chang.

Οι ιστορίες για τα τρόφιμα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι ποικίλες. Μερικές από αυτές αφορούν την προέλευση και τη διάδοση του συγκεκριμένου τροφίμου, συχνά μέσω οικονομικών διαδικασιών, όπως το παγκόσμιο εμπόριο, η μετανάστευση, η δουλεία και η αποικιοκρατία. Άλλες ιστορίες αφορούν τη σημασία του τροφίμου σε κάποια κουλτούρα ή ιστορικά γεγονότα ή μπορεί ακόμη και να αφορούν την προσωπική σχέση του συγγραφέως με το συγκεκριμένο τρόφιμο.

Ωστόσο, το βέβαιο συμπέρασμα που προκύπτει από όλες αυτές τις ιστορίες, είναι ότι μια ποικιλόμορφη γαστρονομική κουλτούρα, βασισμένη σε μια ανοιχτή νοοτροπία απέναντι στα νέα πράγματα και στον πειραματισμό, είναι αυτό που καθιστά τη γαστρονομική μας ζωή ενδιαφέρουσα και υγιεινή.

Πώς το άνοστο και ανθυγιεινό φαγητό της Βρετανίας μεταλλάχθηκε σε γευστικό και ενδιαφέρον - και πώς αυτό συνδέεται με την οικονομία

Ένα παράδειγμα προέρχεται από την εμπειρία του συγγραφέως σχετικά με τις αλλαγές στην βρετανική γαστρονομική κουλτούρα. Το 1986, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, μετακόμισε από τη γενέτειρά του, τη Νότια Κορέα, στη Βρετανία, για να πραγματοποιήσει τις μεταπτυχιακές της σπουδές. Εκείνη την εποχή, έβρισκε το φαγητό στη Βρετανία... απαίσιο —όλα ήταν υπερβολικά μαγειρεμένα και άγευστα, κατά τη γνώμη του. Οι άνθρωποι φοβούνταν τα καινούργια για εκείνους υλικά και αρνούνταν να φάνε «ξένο φαγητό». «Κατ’ εμέ τουλάχιστον, η βρετανική γαστρονομική σκηνή της δεκαετίας του '80 συνοψιζόταν στην αλυσίδα πιτσαριών Pizzaland, η οποία πρόσφερε στους πελάτες της την επιλογή να προσθέσουν ψητή πατάτα στην πίτσα τους, σε περίπτωση που χρειάζονταν μια «ασφάλεια» για να αντιμετωπίσουν την ξένη κουζίνα», δηλώνει ο συγγραφέας.

Σήμερα, η βρετανική γαστρονομική σκηνή είναι εντελώς διαφορετική. Έχει γίνει ένα από τα πιο ποικιλόμορφα και συναρπαστικά μέρη για φαγητό στον κόσμο. Πώς συνέβη αυτή η μεγάλη μεταμόρφωση; Η θεωρία του Ha-Joon Chanf είναι η εξής: κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν συλλογικά ότι το φαγητό τους δεν είχε και πολλά να προσφέρει γευστικά. Μόλις πήραν την απόφαση να απαρνηθούν το δικό τους φαγητό, οι ορίζοντές τους διευρύνθηκαν. Δεν προτιμούσαν, για παράδειγμα, το μεξικάνικο από το κορεατικό ή το ιταλικό από το αιθιοπικό, αλλά έδιναν ευκαιρία σε όλες τις κουζίνες.

Με άλλα λόγια, έχοντας ανοιχτό μυαλό, οι Βρετανοί πέτυχαν μία από τις μεγαλύτερες μεταμορφώσεις της γαστρονομίας προς το καλύτερο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
«Από τη δεκαετία του 1990, ο γαστρονομικός μου κόσμος άρχισε να διευρύνεται ραγδαία. Αυτό συνέβη εν μέρει λόγω της βρετανικής γαστρονομικής επανάστασης, αλλά και επειδή άρχισα να έρχομαι σε επαφή με πολλές διαφορετικές γαστρονομικές παραδόσεις λόγω των ταξιδιών μου σε αναπτυσσόμενες χώρες για τη δουλειά μου –είμαι αυτό που αποκαλούν οικονομολόγος ανάπτυξης», σημειώνει ο συγγραφέας.

 

 

Η κυριαρχία της νεοκλασικής σχολής οικονομικών από τη δεκαετία του '80 κι έπειτα και ο περιορισμός που αυτό επέφερε

Ενώ αυτό συνέβαινε, δυστυχώς, ο υπόλοιπος του κόσμος, ο κόσμος της οικονομίας, απορροφούνταν από μια μαύρη τρύπα, όπως συμπληρώνει ο ίδιος. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, ο κόσμος της οικονομίας έμοιαζε με τη σημερινή γαστρονομική σκηνή στη Βρετανία. Υπήρχαν διάφορες σχολές οικονομίας, καθεμία από τις οποίες ήταν περήφανη για την κληρονομιά της, αλλά έπρεπε να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, να μαθαίνουν η μία από την άλλη και να δημιουργούν «συνδυαστικές» θεωρίες.

Μάλιστα, από τη δεκαετία του 1980, μια σχολή οικονομικών, γνωστή ως νεοκλασική σχολή, έγινε απολύτως κυρίαρχη, μετατρέποντας την πνευματική σκηνή των οικονομικών σε κάτι παρόμοιο με τη γαστρονομική σκηνή της Βρετανίας πριν από τη δεκαετία του 1990: οικονομικά χωρίς ποικιλία και στάσιμα, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού και ευκαιριών για σύνθεση.
Η νεοκλασική οικονομική θεωρία, όπως και όλες οι άλλες σχολές οικονομικών, δημιουργήθηκε για να εξηγήσει συγκεκριμένα πράγματα με βάση ορισμένες ηθικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία μιας σχολής. Αυτό έχει περιορίσει το πεδίο εφαρμογής των οικονομικών και έχει δημιουργήσει θεωρητικές προκαταλήψεις.

Για παράδειγμα, η νεοκλασική οικονομική θεωρία θεωρεί τον εγωισμό ως την πιο σημαντική (αν όχι τη μοναδική) πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Με την κυριαρχία της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας, η εγωιστική συμπεριφορά έχει κανονικοποιηθεί. Οι άνθρωποι που ενεργούν με αλτρουιστικό τρόπο χλευάζονται ως… κορόιδα ή αντιμετωπίζονται με καχυποψία, ότι δήθεν έχουν δικούς τους, κρυφούς σκοπούς. Ωστόσο, οι συμπεριφοριστικές ή θεσμικές οικονομικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι έχουν πολύπλοκα κίνητρα, εκ των οποίων η ιδιοτέλεια είναι μόνο ένα.

Γιατί η οικονομική θεωρία έχει καταλήξει να αποτελεί δοξασία

Για να δοθεί ένα άλλο παράδειγμα, η νεοκλασική οικονομική θεωρία ξεκινά την ανάλυσή της θεωρώντας δεδομένη την υπάρχουσα κατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της εξουσίας, οπότε είναι εγγενώς μη ικανή να αμφισβητήσει το status quo. Κατά συνέπεια, η κυριαρχία της νεοκλασικής σχολής στην οικονομική θεωρία σημαίνει ότι η οικονομική θεωρία παίζει πλέον τον ρόλο της καθολικής θεολογίας στη μεσαιωνική Ευρώπη. Έχει καταλήξει να γίνει μια δοξασία, η οποία λέει στους ανθρώπους ότι τα πράγματα είναι όπως είναι επειδή «έτσι πρέπει να είναι», ανεξάρτητα από το πόσο άδικα και σπάταλα μπορεί να φαίνονται.

Με τον ίδιο τρόπο που η άρνηση της Βρετανίας πριν από τη δεκαετία του '90 να αποδεχτεί διαφορετικές γαστρονομικές παραδόσεις κατέστησε τη χώρα ένα μέρος με μια καθόλου ενδιαφέρουσα διατροφή, αρκετά ανθυγιεινή, η κυριαρχία της οικονομικής επιστήμης από μια σχολή έχει περιορίσει την κάλυψη της οικονομικής επιστήμης και έχει στενέψει τα ηθικά της θεμέλια.

Πώς η κατανόησή μας για τον οικονομικό κόσμο θα παρουσιάσει σημαντική βελτίωση

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να ασχοληθεί κανείς με την οικονομική επιστήμη και η κατανόησή μας για τον οικονομικό κόσμο θα βελτιωθεί σημαντικά αν όλοι οι διαφορετικοί τρόποι σκέψης για την οικονομία συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο, είναι η άποψη του Ha-Joon Chang. Και αυτό ακριβώς διαφαίνεται σε όλο το βιβλίο του. Εξηγώντας κάθε λεπτομέρεια, από την εργασία φροντίδας, της οποίας η συνεισφορά δεν αναγνωρίζεται, έως την παραπλανητική φρασεολογία των υποστηρικτών της ελεύθερης αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή... μαγειρεύει διάφορων ειδών πιάτα ποικίλων γαστρονομικών παραδόσεων από όλη την υφήλιο, ο Chang σερβίρει ένα πλούσιο και εύπεπτο γεύμα τολμηρών ιδεών.