Δημογραφικό: Στην εξίσωση μπαίνουν και οι... «age-friendly jobs»
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν εδώ και καιρό ειδικοί επιστήμονες για τις εξελίξεις στο δημογραφικό.
12/11/2025 | 08:00
Η Ελλάδα βαδίζει σε μια δεκαετία όπου η φυσική μείωση πληθυσμού (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις) συμπίπτει με χαμηλή γονιμότητα και ταχεία γήρανση. Το 2023 καταγράφηκαν 71.455 γεννήσεις και 128.116 θάνατοι – δηλαδή φυσική μείωση 56.646 ατόμων. Το 2024 η εικόνα παραμένει αρνητική (126.129 θάνατοι) παρά τη μικρή αποκλιμάκωση έναντι του 2023.
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν εδώ και καιρό ειδικοί, επιστήμονες, αναλογιστές οικονομολόγοι και ακαδημαϊκοί υπογραμμίζοντας τις πολλαπλές και μεγάλες συνέπειες της εξέλιξης γύρω από τον πληθυσμό της χώρας, τη μείωση του εργατικού δυναμικού, την ανάγκη περίθαλψης των ανθρώπων που μεγαλώνουν κλπ. Βέβαια, όπως έχει τονιστεί επίσης πρόκειται για ένα φαινόμενο πια της Δύσης και ειδικότερα της Γηραιάς Ηπείρου.
Διαχρονικές είναι οι αντιπαραθέσεις περί ασφαλιστικού συστήματος (τρεις πυλώνες), περί κινήτρων για εργασία, για την ανάγκη κουλτούρας στην αποταμίευση κλπ. Στο ίδιο πλαίσιο πολλά έχουν ειπωθεί - πέραν των προσπαθειών που έχουν γίνει - για κίνητρα υπέρ της οικογένειας, των γεννήσεων και της στήριξης για αγορά κατοικίας. Η εξίσωση παραμένει δυσεπίλυτη, αν όχι άλυτη, για τις επόμενες δεκαετίες.
Στη «γλώσσα των αριθμών» - Πού βρισκεται σήμερα η Ελλάδα σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ και της Eurostat
- Ολικός δείκτης γονιμότητας (TFR): 1,3 παιδιά ανά γυναίκα το 2023, πολύ κάτω από το 2,1 που απαιτείται για αντικατάσταση γενεών. Η μέση ηλικία μητέρας κατά τον τοκετό έχει σταθεροποιηθεί γύρω στα 32 έτη, στοιχείο που παραπέμπει σε αναβολή τεκνοποίησης.
- Δείκτης γήρανσης: 170,3 το 2023, και ακόμη υψηλότερα 178,5 στην αποτίμηση 1.1.2024 (65+ ανά 0–14). Ταυτόχρονα, η ηλικιακή δομή 2024 είναι 0–14: 13,1%, 15–64: 63,6%, 65+: 23,3%.
- Καθαρή μετανάστευση: +42.658 το 2023 (118.816 είσοδοι – 76.158 έξοδοι), σημαντικά πάνω από το +16.355 του 2022 — αλλά όχι αρκετή για να ισοσκελίσει την περσινή φυσική μείωση των 56.646 ατόμων.
Τι σημαίνουν αυτά για την οικονομία
- Δυνητική ανάπτυξη: Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι η γήρανση ρίχνει μόνιμα τον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς ~0,6% στη δεκαετία 2050–2060 (έναντι ~1% το 2010–2020). Ακόμη κι αν η Ελλάδα «τρέχει» τα επόμενα χρόνια χάρη σε επενδύσεις/Ταμείο Ανάκαμψης, η μακροπρόθεσμη βαρύτητα της δημογραφίας είναι σαφής.
- Αγορά εργασίας: Μικρότερος πληθυσμός εργασιακής ηλικίας σημαίνει δυσκολία κάλυψης θέσεων, πίεση μισθολογικού κόστους, αύξηση διαπραγμάτευσης για hybrid/remote, ανάγκη επανειδίκευσης. Η «αναπλήρωση» μέσω κλάδων με χαμηλότερη παραγωγικότητα εγκλωβίζει την οικονομία σε χαμηλές αποδόσεις· αντίθετα, η στοχευμένη έλξη ειδικευμένου ανθρώπινου κεφαλαίου ανεβάζει το μέσο προϊόν ανά εργαζόμενο. (Συζήτηση-πλαίσιο από πρόσφατες ελληνικές παρεμβάσεις/αναλύσεις).
- Δημόσια οικονομικά/ασφάλιση: Με δείκτη εξάρτησης ~57 (μη ενεργοί / ενεργοί) το 2023 και γηραιότερο πληθυσμό, αυξάνονται οι πιέσεις σε συντάξεις/υγεία. Η προσθήκη φορολογικού «ώμου» περιορισμένου αριθμού εργαζομένων στο μέλλον επιβάλλει μέτρα ενίσχυσης συμμετοχής και παραγωγικότητας.
- Κατασκευές και περιφερειακή ζήτηση: Η συρρίκνωση νεότερων ηλικιών αποτυπώνεται και σε κύκλους ζήτησης στέγης· ενδεικτικά, το ΙΟΒΕ εκτιμά πτώση ανεγέρσεων κατοικιών ~20% το 2026 έναντι 2025, σε περιβάλλον και κόστους και δημογραφίας.
Πώς γερνάμε και πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας - Ο ρόλος των «age-friendly jobs»
Τούτων λεχθέντων αξίζει μια αναφορά σε τελευταία νέα από το 2ο Ετήσιο Συνέδριο του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών που λαμβάνει χώρα.
Στο πλαίσιο των εργασιών εκεί, το όραμά του για τη μετάβαση από μια «γηράσκουσα κοινωνία» σε μια «κοινωνία μακροβιότητας» παρουσίασε ο Καθηγητής Andrew J. Scott, από το Ellison Institute of Technology, το London Business School και το CEPR. Όπως υποστήριξε, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι ότι αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων, αλλά το πώς γερνάμε και πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τόνισε ότι η πολιτική αντιμετώπιση του γήρατος επικεντρώνεται λανθασμένα στην αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. «Η σύνδεση της συνταξιοδοτικής ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής δεν είναι η βέλτιστη λύση», σημείωσε, εξηγώντας ότι η βέλτιστη ηλικία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως από το προσδόκιμο υγιούς ζωής, αλλά και από τις κοινωνικές ανισότητες και το επίπεδο εκπαίδευσης. Η αύξηση του ορίου δεν οδηγεί αυτόματα σε περισσότερη εργασία, απλώς καθυστερεί τη στιγμή λήψης της σύνταξης, χωρίς να αντιμετωπίζει τα αίτια που αποθαρρύνουν τη συνέχιση της απασχόλησης.
Το ερώτημα, είπε, δεν είναι πότε σταματούν οι άνθρωποι να εργάζονται, αλλά γιατί. Μετά τα 50, μεγάλος αριθμός εργαζομένων αποχωρεί από την αγορά εργασίας λόγω προβλημάτων υγείας, ευθυνών φροντίδας, έλλειψης δεξιοτήτων, διακρίσεων ή απουσίας κατάλληλων, «φιλικών προς την ηλικία» θέσεων. Ο ίδιος θεωρεί ότι η αύξηση της απασχόλησης στις ηλικίες 50-65 ετών αποτελεί κρίσιμο μοχλό ανάπτυξης, με σημαντικά οφέλη για το ΑΕΠ και τα δημόσια οικονομικά.
Παρουσίασε δύο κύριες κατευθύνσεις πολιτικής: Βελτίωση της υγείας και δημιουργία θέσεων εργασίας προσαρμοσμένων στις ανάγκες μεγαλύτερων εργαζομένων. Η καλή υγεία, είπε, αυξάνει τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, μειώνει τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης και ενισχύει τα φορολογικά έσοδα. Παράλληλα, οι «age-friendly jobs» μπορούν να επιτρέψουν σε περισσότερους να παραμείνουν ενεργοί.
Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για «γήρανση του πληθυσμού» και να επενδύσουμε στην «κοινωνία της μακροβιότητας». Όπως είπε, η μακροβιότητα αποτελεί ένα τριπλό μέρισμα -μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, περισσότερα χρόνια υγείας και παρατεταμένη παραγωγικότητα- και η πρόκληση των επόμενων δεκαετιών είναι να δημιουργηθούν θεσμοί και πολιτικές που θα στηρίζουν ενεργά αυτό το νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αντί να το αντιμετωπίζουν ως δημοσιονομική απειλή.
Ευάλωτες Ελλάδα, Ιταλία, Ιαπωνία
Ακολούθησε η παρουσίαση της Shruti Singh, Ανώτερης Οικονομολόγου του ΟΟΣΑ, η οποία περιέγραψε την επικείμενη μείωση του ενεργού πληθυσμού κατά 8% έως το 2060 και την ιδιαίτερη ευαλωτότητα χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία.
Προειδοποίησε ότι χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις, η γήρανση θα περιορίσει την ανάπτυξη, τα δημόσια έσοδα και τη βιωσιμότητα των συντάξεων. Αντίδοτο, όπως είπε, αποτελούν η κινητοποίηση πηγών εργασίας -γυναικών, μεγαλύτερων εργαζομένων και μεταναστών-, η δια βίου μάθηση και η βελτίωση των συνθηκών υγείας και ασφάλειας στην εργασία.
Στη συζήτηση που ακολούθησε, με συντονίστρια τη Μαρία Γαβουνέλη, Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή και Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων στο Κέντρο του ΟΟΣΑ για τον Πληθυσμό στην Κρήτη, ο Γενικός Γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, Κωνσταντίνος Γλουμής-Ατσαλάκης, παρουσίασε την ολιστική κυβερνητική στρατηγική της Ελλάδας, με πέντε άξονες:
- γεννήσεις και οικογένεια,
- εργασία,
- μακροζωία,
- τοπική ανάπτυξη,
- πληροφορία και έρευνα.
Από την πλευρά της, η Asa Johansson, Διευθύντρια Πολιτικής και Έρευνας του τμήματος Οικονομικών του ΟΟΣΑ, ζήτησε να συνδεθεί η συνταξιοδότηση με το προσδόκιμο ζωής και να προωθηθούν δεξιότητες που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη συμμετοχή στις νέες μορφές απασχόλησης.
Πολλές κοινωνίες «έχουν ήδη εναρμονιστεί με τη νέα πραγματικότητα», ανέφερε ο καθηγητής Andrew Scott, σημειώνοντας πως στις ΗΠΑ αναπτύσσονται συνεχώς θέσεις εργασίας «φιλικές προς τον γηράσκοντα πληθυσμό». Τόνισε, ωστόσο, ότι το βασικό πρόβλημα «είναι η μείωση των γεννήσεων», ενώ παρατήρησε πως «οι πολίτες δείχνουν να προσαρμόζονται ταχύτερα από τις κυβερνήσεις».
Η Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αλεξάνδρα Τραγάκη υπογράμμισε ότι η δημογραφική αλλαγή «δεν είναι κρίση αλλά επαναπροσδιορισμός των κοινωνικών σχέσεων» και παρουσίασε μία σειρά κινήτρων που περιλαμβάνονται στη στρατηγική της κυβέρνησης για γυναίκες και μεγαλύτερους εργαζόμενους, καθώς και πρωτοβουλίες ενίσχυσης της διά βίου μάθησης.
Σχολιάστε