Η Συνεξάρτηση στον Χώρο Εργασίας: Το Τίμημα της Απόλυτης Διαθεσιμότητας
25/04/2025 | 08:00
26/10/2025 | 08:17
Πολλοί εργαζόμενοι φτάνουν στα όρια της εξουθένωσης χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν με σαφήνεια τι τους έχει οδηγήσει ως εκεί. Κι αυτό γιατί, στην επιφάνεια, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.
Ούτε ο φόρτος εργασίας, ούτε ο τρόπος τους. Συνεχίζουν να δουλεύουν με συνέπεια, διάθεση, υπευθυνότητα. Δεν πρόκειται για εργαζόμενους που υστερούν σε απόδοση ή έχουν έλλειψη κινήτρων. Αντιθέτως, είναι εκείνοι που επαινούνται για την αφοσίωσή τους, που θεωρούνται «στήριγμα» της ομάδας, που αναλαμβάνουν ευθύνες πέρα από τον ρόλο τους, που σπεύδουν να καλύψουν τα κενά των άλλων. Το παράδοξο είναι πως αυτό το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς -που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με επαγγελματική αριστεία- μπορεί, στην πραγματικότητα, να αποτελεί έκφραση μιας πιο βαθιάς ψυχοδυναμικής. Μιας ασυνείδητης -τις περισσότερες φορές- εσωτερικής ανάγκης να είμαστε απαραίτητοι, χρήσιμοι, διαρκώς διαθέσιμοι, ακόμα και με τίμημα την προσωπική μας ευημερία.
Η συνεξάρτηση (codependency) δεν είναι επίσημη ψυχιατρική διάγνωση, αλλά είναι ένας τρόπος περιγραφής σχέσεων όπου ο άνθρωπος παίρνει αίσθηση αξίας μέσα από την ικανοποίηση των αναγκών των άλλων. Αν και η έννοια αυτή ξεκίνησε από τη μελέτη οικογενειών με ιστορικό εθισμών, σήμερα αναγνωρίζεται ότι οι συνεξαρτητικές δυναμικές μεταφέρονται και στον επαγγελματικό χώρο και μάλιστα σε περιβάλλοντα που δεν έχουν καμία σχέση με επαγγέλματα φροντίδας ή ψυχικής υγείας.
Στο εργασιακό περιβάλλον, η συνεξάρτηση παίρνει τη μορφή της υπερβολικής ανάληψης ευθυνών, της αδυναμίας να ειπωθεί «όχι», της συνεχούς ανάγκης για επιβεβαίωση και της εσωτερικής πίεσης να «είμαι πάντα χρήσιμος». Ένας εργαζόμενος που αναλαμβάνει συνέχεια επιπλέον αρμοδιότητες -ακόμη και όταν δεν του ζητούνται- μπορεί να το κάνει όχι μόνο από φιλοδοξία, αλλά επειδή βαθιά μέσα του φοβάται πως αν δεν είναι απαραίτητος, θα είναι αόρατος. Ένας διευθυντής που παρεμβαίνει κάθε φορά για να διαχειριστεί τις συγκρούσεις της ομάδας του, ίσως δεν αντέχει το βάρος της έντασης επειδή από πάντα είχε τον ρόλο του «ειρηνοποιού» μέσα στην οικογένεια. Ένας εργαζόμενος που δυσκολεύεται να πάρει άδεια, γιατί νιώθει ενοχές ή φόβο μπορεί να έχει μάθει από νωρίς ότι οι ανάγκες του έρχονται δεύτερες. Ένας υπάλληλος που απαντά σε emails αργά τη νύχτα, όχι επειδή του ζητήθηκε, αλλά επειδή φοβάται μήπως θεωρηθεί λιγότερο αφοσιωμένος, ενδέχεται να λειτουργεί μέσα από ένα εσωτερικευμένο αίσθημα ανασφάλειας και ανάγκης για επιβεβαίωση.
Τα μοτίβα αυτά δεν δημιουργούνται μέσα στην εργασία αλλά εκεί ενεργοποιούνται. Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν στον εργασιακό στίβο κουβαλώντας από την παιδική τους ηλικία ρόλους που σχετίζονται με τη φροντίδα των άλλων, την κατευναστική διαχείριση εντάσεων ή την ανάγκη να είναι «καλοί» για να είναι αποδεκτοί. Όταν αυτοί οι ρόλοι μεταφέρονται σε εταιρικά περιβάλλοντα με υψηλές απαιτήσεις, ρευστά όρια και κουλτούρα υπεραπόδοσης, τότε η συνεξάρτηση δεν γίνεται απλώς ατομικό ζήτημα, αλλά μέρος της καθημερινής επαγγελματικής ταυτότητας.
Το πρόβλημα είναι ότι ενώ αυτές οι συμπεριφορές αρχικά επιβραβεύονται -ποιος δεν θέλει τον «απόλυτα πρόθυμο» εργαζόμενο;- μακροπρόθεσμα οδηγούν σε εσωτερική φθορά. Η συνεχής προσαρμογή στις ανάγκες των άλλων, χωρίς σαφή προσωπικά όρια, στερεί από έναν άνθρωπο την αίσθηση αυτονομίας και σταδιακά τον αποσυνδέει από το ίδιο του το κίνητρο. Αντί να εργάζεται με νόημα, εργάζεται για να μη χάσει την αποδοχή.
Αναγνωρίζοντας αυτά τα μοτίβα, τόσο σε ατομικό όσο και σε οργανωσιακό επίπεδο, ίσως ανοίγεται ο δρόμος για μια νέα προσέγγιση. Η συνεργασία, η υπευθυνότητα και η διάθεση προσφοράς παραμένουν θεμελιώδεις αξίες αλλά όχι εις βάρος της εσωτερικής ισορροπίας. Το θέμα δεν είναι να «νοσηροποιηθεί» η προσήλωση ή η διαθεσιμότητα, αλλά να κατανοηθεί το πότε αυτές σταματούν να είναι επιλογή και γίνονται ανάγκη.
Σχολιάστε